- σύμπνοος
- σύμπνοοςconcordantmasc/fem nom sgσύμπνουςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμπνοον — σύμπνοος concordant masc/fem acc sg σύμπνοος concordant neut nom/voc/acc sg σύμπνους masc/fem acc sg σύμπνους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπνοα — σύμπνοος concordant neut nom/voc/acc pl σύμπνους neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπνοοι — σύμπνοος concordant masc/fem nom/voc pl σύμπνους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπνους — ουν και σύμπνοος, οον, Α [συμπνέω] 1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.) 2. σύμφωνος, ταιριαστός 3. ομόγνωμος … Dictionary of Greek
ξύμπνοα — σύμπνοα , σύμπνοος concordant neut nom/voc/acc pl σύμπνοα , σύμπνους neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)